- μαυροκόκκινος
- -η, -οαυτός που έχει μαύρο και κόκκινο χρώμα, σκουροκόκκινος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί … Dictionary of Greek
μελαμπόρφυρος — μελαμπόρφυρος, ον (Α) αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πορφύρα (πρβλ. αλι πόρφυρος, παμ πόρφυρος)] … Dictionary of Greek
οίνοψ — οἶνοψ, οπος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που έχει το χρώμα ερυθρού ή μαύρου οίνου, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος, κοκκινωπός (α. «μήτι δ αὖτε κυβερνήτης ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ νῆα θοὴν ἰθύνει», Ομ. Ιλ. β. «ὣς τ ἐν νειῷ, βόε οἴνοπε πηκτὸν ἄροτρον...… … Dictionary of Greek
οινωπός — ή, ό (Α οἰνωπός, ή, όν, θηλ. και ός) [οίνοψ] αυτός που έχει το χρώμα τού κρασιού, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος αρχ. 1. ερυθρωπός, κοκκινωπός («οὐδ ὠχρός, οὐδ ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ νυν», Ευρ.) 2. μαυρειδερός, μελαψός 3. μαύρος και γυαλιστερός … Dictionary of Greek
κοκκινόμαυρος — η, ο 1. που είναι σε άλλα μέρη του σώματός του κόκκινος και σε άλλα μαύρος. 2. που έχει χρώμα βαθύ κόκκινο που αποκλίνει στο μαύρο, και το αντίθετο, μαυροκόκκινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)